Η θήρα, κατά τον Ξενοφώντα, αποτελεί δραστηριότητα που χαρίζει υγεία στο σώμα και οδηγεί τους ανθρώπους στην απόκτηση σύνεσης και αρετής.
Αρχαίο Ελληνικό ταφικό μνημείο. Ο σκύλος και το άλογο του νεκρού πολεμιστή, ο οποίος κρατάει ένα φλιτζάνι κρασί και ένα ρόδι. Ο Καθηγητής Adolf Furtwängler του Πανεπιστημίου του Βερολίνου είχε υποστηρίξει ότι το άλογο συμβολίζει τον Άδη και ο σκύλος την Εκάτη.
Άλλο αρχαίο ταφικό μνημείο με παρουσία του αγαπημένου σκύλου.
Μια υπέροχη σκηνή αγάπης μεταξύ δύο κυνηγόσκυλων, βρίσκεται σε ένα μαρμάρινο άγαλμα στο Μουσείο του Βατικανού, από τον 2ο αιώνα μ.Χ.. Ένα παρόμοιο ζευγάρι εμφανίζεται στο Βρετανικό Μουσείο. Αυτά τα αγάλματα βρέθηκαν κοντά στην Civita Λαβίνια (σύγχρονη Lanuvio, νότια της Ρώμης, λίγα μίλια κάτω από τη λίμνη Νέμι). Τα σκυλιά είναι κυνηγόσκυλα Λάκωνες, ένα κομψό σκυλί κυνηγιού από την αρχαιότητα, το οποίο πήρε το όνομά του από την περιοχή της Λακωνίας.
Πηγές: 1. AA Phillips & MM Willcock, Ο Ξενοφών και ο Αρριανός στο κυνήγι με κυνηγόσκυλα, 1999.
2. DB Hull, Κυνηγόσκυλα και Κυνήγι στην Αρχαία Ελλάδα (U. Chicago Press, 1964).
3. Π Gardner (1896). Γλυπτοί Τάφοι της Ελλάδας. Macmillan & Co, Λονδίνο.
Ο ΑΡΡΙΑΝΟΣ, ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ ΚΑΙ Ο ΣΚΥΛΟΣ
Φλάβιος Αρριανός
O Αρριανός, γνωστός και ως Φλάβιος Αρριανός (Νικομήδεια, γύρω στο 95 μ.Χ. - γύρω στο 180 μ.Χ.) ήταν Έλληνας, Ρωμαίος πολίτης, συγγραφέας, ιστορικός, φιλόσοφος, γεωγράφος, πολιτικός και στρατιωτικός, έπαρχος της Καππαδοκίας (130-137 μ.Χ.), Αθηναίος πολίτης, Άρχων της Αθήνας, γνωστότερος για τα έργα του Αλεξάνδρου Ανάβασις και Ινδική.
Γεννήθηκε στη Νικομήδεια της Μικράς Ασίας(στην Βιθυνία) γύρω στο 95 μ.Χ. και πέθανε σ' αυτή γύρω στο 180 μ.Χ. Σπούδασε πρώτα στη Νικόπολη της Ηπείρου κοντά στο στωικό φιλόσοφο Επίκτητο και κατόπιν, μετά τον θάνατο του Επικτήτου (120 μ.Χ.) συνέχισε σπουδάζοντας στην Αθήνα, φιλοσοφική και ρητορική. Ο Αρριανός προς τιμήν του δασκάλου συνέγραψε το φιλοσοφικό έργο «Επικτήτου Διατριβαί», στο οποίο κατέγραψε τη διδασκαλία του Επικτήτου. Στα συγγραφικά του έργα είχε σαν παράδειγμα του τον Ξενοφώντα.
Ο Αδριανός (τότε Ρωμαίος αυτοκράτορας), που τον γνώρισε στην Αθήνα, εκτίμησε τις αρετές του και τον έκανε έπαρχο της Καππαδοκίας, για επτά χρόνια (130-137 μ.Χ.), αξίωμα που δόθηκε σε Έλληνα για πρώτη φορά από τους Ρωμαίους, του έδωσε τα δικαιώματα του Ρωμαίου πολίτη κι ο Αρριανός απόκτησε τ' όνομα Φλάβιος κι έγινε «υποκατάστατος ύπατος». Με τις διοικητικές ικανότητες και την ανδρεία του απόκρουσε τις επιδρομές του σκυθικού λαού των Αλανών εναντίον του Ρωμαϊκού κράτους, ενώ παράλληλα διακρίθηκε και για το έξοχο ερευνητικό του πνεύμα. Στην Αθήνα γύρισε ξανά αφότου έπαψε να είναι διοικητής στην Καππαδοκία, όπου πήρε τον τίτλο του Αθηναίου πολίτη και το 145 μ.Χ. διορίστηκε από τον Αδριανό άρχοντας των Αθηνών. Στα 171 μ.Χ. ήταν πρύτανης της Πανδιονίδας φυλής.
Γέρος πια άφησε την Αθήνα κι έφυγε για την πατρίδα του, όπου έγινε ιερέας τηςΔήμητρας και της Περσεφόνης. Η πιθανότερη ημερομηνία θανάτου είναι το 175 μ.Χ.
Τα έργα του είναι ιστορικά, φιλοσοφικά, γεωγραφικά και στρατιωτικά.
Από τα ιστορικά του το σπουδαιότερο και το καλύτερο, που διασώθηκε ολόκληρο, είναι η «Αλεξάνδρου Ανάβασις». Αποτελείται από εφτά βιβλία (προς μίμηση της «Κύρου Ανάβασις», του Ξενοφώντα) γραμμένα στην αττική διάλεκτο (ο Αρριανός ήταν γνωστός Αττικιστής της εποχής εκείνης). Περιγράφεται όχι μόνο η εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου εναντίον της Περσίας, αλλά και ολόκληρη η ιστορία του με τα πιο κύρια στοιχεία. Ο Αρριανός πίστευε πως τα κατορθώματα του Μακεδόνα στρατηλάτη ήταν θέληση και έργο της ειμαρμένης και πως κανένας από τους ανθρώπους δεν έκανε έργα μεγαλύτερα από αυτόν. Στα ιστορικά αναφέρονται επίσης τα «Μετά τον Αλέξανδρον», δέκα βιβλία, που αποσπάσματά τους υπάρχουν σήμερα, τα «Βιθυνιακά» και τα «Παρθενικά» που είναι χαμένα. Η καταγραφή της εκστρατείας του Μ.Αλεξάνδρου έγινε λόγω του θαυμασμού του Αρριανού για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.
Άλλο σημαντικό ιστορικό του έργο είναι η «Ινδική», που γράφτηκε μετά την Αλεξάνδρου Ανάβασις και αναφέρεται στην ιστορία, στην γεωγραφία και στα ήθη των Ινδών και γράφτηκε σε ιωνική διάλεκτο, σε προσπάθεια του Αρριανού να αποδείξει ότι μπορούσε να χειριστεί άριστα την γλώσσα του Ηροδότου. Στην Ινδική γίνεται επίσης περιγραφή και για την εκστρατεία του μακεδονικού στόλου από τον Ινδό ως τον Ευφράτη ποταμό, στον περσικό κόλπο. Σημαντικότατη πηγή πληροφοριών του έργου του ήταν οι παρατηρήσεις του ναυάρχου του Μ. Αλεξάνδρου Νεάρχου του Κρητός, συγκεκριμένα μέσα από το έργο του «Παράπλους της Ινδικής». Λόγω της πνευματικής συνοχής της η Ινδική συχνά εκδίδεται μαζί με την Ανάβαση, σαν όγδοο βιβλίο.
Φιλοσοφικά του έργα ήταν οι «Επικτήτου διατριβαί» (το έργο του, στο οποίο αναφέρεται στην διδασκαλία του Επικτήτου), οχτώ βιβλία, από τα οποία σώθηκαν τα τέσσερα πρώτα και το «Εγχειρίδιον Επικτήτου» (κείμενο μικρής εκτάσεως, που αποτελούσε περικοπή του Επικτήτου Διατριβαί).
Γεωγραφικά ήταν «Περίπλους του Ευξείνου Πόντου», έργο με μεγάλη ακρίβεια και σαφήνεια, γιατί ο ίδιος έκανε αυτά το ταξίδι. Αναφέρεται πάνω σε γεωγραφικές, μετεωρολογικές και άλλες επιστημονικές παρατηρήσεις, τις περισσότερες εκ των οποίων τις έκανε ο ίδιος όταν ακόμη ήταν διοικητής στην Καππαδοκία. Ο περίπλους αυτός έγινε την περίοδο 130-131 στα παράλια του Εύξεινου Πόντου, από την Τραπεζούντα έως το Βυζάντιο. Το έργο αυτό, έγινε με την μορφή επιστολών προς τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό.
Βιβλία στρατιωτικά : «Έκταξις κατ' Αλανών», που αναφέρεται στην διάταξη του ρωμαϊκού στρατού κατά των Αλανών και περιέχει σημαντικότατες πληροφορίες για τον τρόπο διαβίωσης και παραμέρισης των Ρωμαίων στρατιωτών στις επαρχίες (γράφτηκε το 137, όταν ο Αρριανός ήταν ακόμη διοικητής στην Καππαδοκία) και «Τέχνη Τακτική»όπου φανερώνεται η αξιόλογη πείρα του Αρριανού για την τακτική και τη στρατηγική του πολέμου (περιέχει κυρίως τις γνώσεις του Αρριανού για τις στρατιωτικές μεθόδους που ακολουθούσαν οι Ρωμαίοι και οι Έλληνες).
Από τα έργα του σώθηκαν τα περισσότερα, άλλα ακέραια και άλλα μόνον περικοπές τους, γιατί χρησιμοποιήθηκαν στα σχολεία για την ιστορική τους αλήθεια. Τα συγγραφικά έργα του Αρριανού αν και διαχειρίζονταν σε γενικές γραμμές εύκολα και ευνόητα στο πρότυπο, λόγω της αρχαίας αττικής διαλέκτου που χρησιμοποιούσε ο Αρριανός, σε κάποια σημεία αστοχούσε (κυρίως επάνω στην χρήση λέξεων με δευτερεύουσα ή ευκαιριακή σημασία αλλά και σε άλλες συντακτικές χρήσεις), με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται κάποιες φορές μια έλλειψη ακριβείας στα έργα. Εντούτοις, τα έργα του Αρριανού εξακολουθούν να διακρίνονται για την παραστατικότητα, την συνοπτικότητα και την αμεροληψία τους.
ΑΠΑΝΤΑ ΑΡΡΙΑΝΟΥ: ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΟΣ/ ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ ΕΥΞΕΙΝΟΥ ΠΟΝΤΟΥ/ ΤΕΧΝΗ ΤΑΚΤΙΚΗ/ ΕΚΤΑΞΙΣ ΚΑΤΑ ΑΛΑΝΩΝ
«Κυνηγετικός»
Σύγγραμμα για την τέχνη του κυνηγιού, με πρότυπό το αντίστοιχο έργο του Ξενοφώντα. Ειδική αναφορά στα λαγωνικά και την εκπαίδευσή τους.
Το βιβλίο του Αρριανού θεωρείται και σήμερα το καλύτερο βιβλίο που γράφτηκε για τους σκύλους.
Χρειάστηκε να περάσουν περίπου 500 χρόνια για να βρεθεί ένας ακόμη κυνηγός που «ζήλεψε» την τύχη και τη δόξα του Ξενοφώντα και έγραψε, εκτός από την «Ανάβαση» του Μεγάλου Αλεξάνδρου, σε αντιδιαστολή με την «Κύρου Ανάβαση» του αρχικού, και έναν δικό του, σύγχρονο «Κυνηγετικό».
Ως κυνηγός ο ίδιος, αλλά και ένας αξιόλογος συγγραφέας και ιστορικός, μας άφησε ως αιώνια και πρωτοποριακή παρακαταθήκη τη δική του «Κυνολογία», καταγράφοντας τα κυνηγετικά σκυλιά με τα κανονικά χαρακτηριστικά του σωματότυπού τους.
Τι είναι αυτό που ξεχωρίζει όμως τον «Κυνηγετικό» του Αρριανού;
Η αναφορά του τύπου εργασίας των σκυλιών ανάλογα με την ράτσα.
Είχαν διαχωρίσει πλέον τους ρόλους και τις ράτσες των σκυλιών τους και κυρίως είχαν αποδεσμευτεί από τον τόπο καταγωγής των σκύλων ως το μόνο γνώρισμα, προσδίδοντας πια χαρακτηριστικά σε κάθε φυλή ανάλογα με τον τύπο εργασίας τους στο κυνήγι.
Δεν υπάρχει κανένα ζώο στη φύση που να έχει υποστεί τόσες αλλαγές και διαφοροποιήσεις στη μορφή του, μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα όσο ο σκύλος.
Οι Έλληνες κατάφεραν να καταγράψουν και να καταχωρίσουν συστηματικά όλη τη γνώση της εποχής τους, ακόμη και για το κυνήγι, Στους Ελληνικούς χρόνους, τα κυνηγετικά σκυλιά διαχωρίζονταν ως προς τον τόπο καταγωγής τους, ως Κρητικά, Καρικά, Λακωνικά κ.λπ.
Δεν υπήρχαν ακόμη τα σημερινά καθορισμένα πρότυπα ως προς το χρώμα, το μέγεθος και τη μορφή της κάθε φυλής.
Αυτό που κυριαρχούσε ήταν η εξυπνάδα, η δύναμη και η ικανότητα του κάθε σκύλου ατομικά στο κυνήγι και όλα τα υπόλοιπα ήταν επουσιώδη.
Το κυνήγι του λαγού γινόταν με ιχνηλασία και καταδίωξη του λαγού από τα σκυλιά, για να τον οδηγήσουν στα δίχτυα που έστηνε ο κυνηγός.
ΑΡΡΙΑΝΟΣ
«ου γαρ τοις επι τω αλώναι το θηρίον εξάγουσι τας κύνας αλλά ες αγώνα δρόμου και άμιλλαν οι γε τη αληθεία κυνηγετικοί.και αγαπώσι ει επιτύχοι ο λαγώς του διασώσαντος...»
Είναι καταπληκτική η περιγραφή αυτή και αποτελεί την «καρδιά» όλου του «Κυνηγετικού» που έγραψε ο Αρριανός, δίνοντας μια άλλη διάσταση στο νόημα του κυνηγιού και στον κυνηγό.
«Οι πραγματικοί κυνηγοί βγάζουν τα σκυλιά στο κυνήγι όχι τόσο για να συλλάβουν το θήραμα, αλλά για να αντιπαρατεθούν μαζί του στο τρέξιμο και να χαρούν την καταδίωξη. Μένουν πιο πολύ ικανοποιημένοι αν τελικά ο λαγός καταφέρει να ξεφύγει».
ΤΟ «ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΟΝ» ΤΟΥ ΠΟΛΥΔΕΥΚΗ
Μια τρίτη πηγή πληροφοριών για το κυνήγι και τους σκύλους είναι το βιβλίο "Ονομαστικόν" του Πολυδεύκη, γραμμένο προς το τέλος του 2 αιώνα του μ.Χ.
Πέντε αιώνες μετά τον Ξενοφώντα και τον Πλάτωνα, ο Πολυδεύκης τόνισε εκ νέου ότι οι ψυχικές και σωματικές ικανότητες δοκιμάζονται και ενισχύονται μέσα από τη θήρα. Στο θέμα αναφέρονται και οι ερευνητές:
Χρήστος Σώκος, ερευνητής και διαχειριστής σε θέματα άγριας πανίδας στη Διεύθυνση Έρευνας και Τεκμηρίωσης της Κυνηγετικής Ομοσπονδίας Μακεδονίας & Θράκης και ο Περικλής Μπίρτσας, επίκουρος καθηγητής Βιολογίας Άγριας Πανίδας στο Τμήμα Δασοπονίας & Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος/ ΤΕΙ Λάρισας σε διατριβή με τίτλο: «Προσεγγίσεις των αρχαίων Ελλήνων στη διατήρηση της πανίδας και στη δραστηριότητα της θήρας».
Αιγύπτου. Διδάχτηκε από τον πατέρα του, Κρατίκιο, και μετέπειτα από τον Σοφιστή Αδριανό, σπουδάζοντας ρητορική στην Αθήνα. Ταξίδεψε στη Ρώμη όταν ήταν αυτοκράτορας ο Μάρκος Αυρήλιος και εκεί δίδαξε το γιο του (και στη συνέχεια συναυτοκράτορα) Κόμμοδο. για τον οποίο αναφέρεται ότι τον γοήτευσε.
Στο Σουίδα αναφέρεται ότι ο Πολυδεύκης έγραψε πολλά και διάφορα βιβλία:
Ονομαστικὸν ἐν βιβλίοις ί (Ονομαστικόν σε βιβλία δέκα) - σώθηκε μέρος του σε επιτομή
- Διαλέξεις ἤτοι λαλιαί
- Μελέται
- Εἰς Κόμοδον Καίσαρα ἐπιθαλάμιος
- Ρωμαϊκὸς λόγος
- Σαλπιγκτὴς ἢ ἀγὼν μουσικός
- Κατὰ Σωκράτους
- Κατὰ Σινωπέων
- Πανελλήνιος
- Αρκαδικός
Το μόνο βιβλίο του Ιούλιου Πολυδεύκη που σώθηκε, σε συνεπτυγμένη μορφή, είναι το «Ονομαστικόν», ένα είδος λεξικού, που αποτελείται από δέκα βιβλία. Παρά το ότι δεν έχει διασωθεί το πρωτότυπο κείμενο, το σωζόμενο κείμενο είναι αρκετά μεγάλο και εκτιμάται ότι περιέχει κείμενο του ίδιου του Πολυδεύκη. Αποτελεί σημαντικότατη πηγή πληροφοριών και για το θέατρο και το αθηναϊκό πολίτευμα, αλλά είναι κυρίως θησαυρός όρων. Θεωρείται ότι το έργο του Παμφύλου του Αλεξανδρέα του 1ου αιώνα ήταν σημαντική λεξικογραφική πηγή για τον Πολυδεύκη.
Σημαντική έκδοση του «Ονομαστικόν» είναι αυτή του Βίλχελμ Ντίντορφ(Wilhelm Dindorf) (Guilielmus Dindorfius), Libraria Kuehniana, Lipsiae (Λειψία), 1824, με εκτεταμένο ευρετήριο και σημειώσεις.
Καπουσούζ M. 2009. Γλυπτές παραστάσεις κυνηγών και κυνηγιού στην ελληνική τέχνη από τα αρχαϊκά χρόνια έως τα χρόνια των διαδόχων.Μεταπτυχιακή Διατριβή. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας. 242 σελ..
Κυπρίδημος Ν. 2003. Άρτεμης: η θεά του κυνηγίου. Σελ. 210–213. Σκορδάς, Κ. & Π. Μπίρτσας (συντονιστές έκδοσης). 2003. Παν-Θήρας, Τα Πάντα Περί Θήρας. Κυνηγετική Ομοσπονδία Μακεδονίας & Θράκης.
Μπουρατίνος, Α. 1997. Περιβάλλον και Συνείδηση στην Αρχαία Ελλάδα. Αρσενίδης. Αθήνα.
Σώκος Χ., Μπίρτσας Π. 2000. Η αλλοτρίωση της θήρας: η περίπτωση του “put &take” στις Ε.Κ.Π.. Επιστημονική Επετηρίδα της Σχολής Δασολογίας & Φυσικού Περιβάλλοντος Α.Π.Θ. προς τιμή του καθηγητή Δ. Μουλαλή. Τόμος ΜΓ43: 383–394.
Τα υπέροχα νομίσματα της αρχαίας Εγέστας στην Σικελία
Ο λαγός ως θήραμα κυνηγετικό συνυπάρχει με δελφίνι. Δεν ήταν κάτι το περιθωριακό και ασήμαντο ως δραστηριότητα, για να αποτελεί σύμβολο μιας πόλης-κράτους.
Το κυνήγι του λαγού πρέπει να ήταν μία από τις πιο σημαντικές δραστηριότητες για τους άρχοντες αλλά και τους πολίτες της Σικελίας.
Για τις ελληνικές πόλεις όπως η Εγέστα, η Μεσσήνη και οι Συρακούσες στη Σικελία, το κυνήγι ως εικόνα ήταν ένα κυρίαρχο «νομισματικό σύμβολο». Λαγωνικά σε καταδίωξη, σκυλιά με λεπτομέρειες κυνολογικές που θα ζηλεύαμε και σήμερα για την ευκρίνειά τους, λαγοί σε μια ζωντανή κίνηση, αλλά και η θεά Άρτεμις ως προστάτιδα του κυνηγιού, απεικονίζονταν στα νομίσματα των πόλεων για πολλούς αιώνες.
Κρητικός Ιχνηλάτης
Kαταγωγή
Γνήσια Eλληνική. Γενέτειρα του η Kρήτη, όπου ζεί επί 4.000 χρόνια.
Eίναι η αρχαιότερη κυνηγετική φυλή της Eυρώπης.
Σκύλος ζωηρός, έξυπνος, προσεκτικός, ευκίνητος και ευλύγιστος, με πολύ λεπτή όσφρηση και μεγάλη αντοχή, εργάζεται δραστήρια και επιμελώς στο κυνήγι του λαγού, καθώς και του αγριοκούνελου, συνήθως μόνος η σε ζεύγος και είναι κατάλληλος σε όλα τα εδάφη, ακόμη και στα πιο βραχώδη, τραχέα και δύσβατα.
Σφραγιδόλιθος όπου απεικονίζονται Κρητικοί Ιχνηλάτες στη διάρκεια κυνηγιού
Το κρητικό λαγόσκυλο είναι το αρχαιότερο κυνηγετικό σκυλί της Ευρώπης που κουβαλάει ιστορία μεγαλύτερη των 4.000 χρόνων και συνδέεται με την ίδια την ιστορία του Νησιού της Κρήτης.
Ελληνικός Ιχνηλάτης – Η Εθνική Ελληνική Κυνηγετική φυλή
Στην Αρχαία Ελλάδα, οι διάφορες πόλεις – κράτη, έτρεφαν η κάθε μια τη δική της κυνηγετική φυλή.
Από εκείνους τους κυνηγετικούς σκύλους έφθασαν σε μας, δύο σπουδαίες
κυνηγετικές ράτσες, ο Ελληνικός Ιχνηλάτης και το Κρητικό Λαγόσκυλο.
Όπως αναφέρει ο Ξενοφών, αρχαίος ιστορικός φιλόσοφος, κυνηγός και κυνοτρόφος ο ίδιος, που έζησε το 430 έως το 350 π.Χ., ο Ελληνικός ιχνηλάτης, κατάγεται από τους καταδιωκτικούς σκύλους της Αχαϊκής Ελλάδας, όπως αναπαρίσταται σε τοιχογραφίες των Ανακτόρων της Τίρυνθας, «Αναχώρηση για κυνήγι» και «Κυνήγι Αγριόχοιρου».
Ο Ελληνικός Ιχνηλάτης, σκύλος δυνατός και ατίθασος, μεσαίου μεγέθους, μαύρου – κοκκινωπού χρώματος που έζησε και ζει για χιλιάδες χρόνια στα πετρώδη βουνά και στους κάμπους της χώρας μας.
Είναι, ζώο έξυπνο, ζωηρό, σκληρό, με ισχυρή ιδιοσυγκρασία, λίγο ξεροκέφαλος και περήφανος. Με λίγα έξοδα μεγαλώνει και ωριμάζει κυνηγετικά, χωρίς πολύ φροντίδα, έτοιμος να κυνηγά όλη μέρα, με μικρή ποσότητα τροφής, στα πολύ δύσκολα πετρώδη και γεμάτα αγκάθια βουνά μας, χωρίς να επηρεάζεται η απόδοση του.
Αυτό γνωρίζουν πολύ καλά οι Έλληνες κυνηγοί, γι’ αυτό σήμερα, κάνουν μεγάλη προσπάθεια, διάσωσης και βελτίωσης αυτής της κυνηγετικής φυλής, από αρκετούς κυνηγούς, που πραγματικά, τον εμπιστεύονται και αναγνωρίζουν τα μεγάλα του προτερήματα.
Ο Ελληνικός Ιχνηλάτης, παρά τις δυσκολίες, ήταν και είναι ο πιο διαδεδομένος κυνηγετικός σκύλος σε όλη την Ελλάδα.
Κατά την Ρωμαϊκή Περίοδο, πολλά Ελληνικά σκυλιά, μεταφέρθηκαν στην Ευρώπη, όπου καλλιεργήθηκαν και προσαρμόσθηκαν στις νέες συνθήκες, τα οποία μοιάζουν αρκετά με τον Ελληνικό Ιχνηλάτη, ειδικά στο χρώμα ” Μαύρο – Κοκκινωπό ” .
Ο Ελληνικός Ιχνηλάτης, είναι γέννημα αυτού του τόπου, κομμάτι της Ελληνικής Ιστορίας και του Λαού του, ένας από τους καλλίτερους ιχνηλάτες – διώκτες, που έχει προσαρμοσθεί πλήρως στα δύσκολα βουνά της χώρας του, τόσο, όσο κανένα άλλο κυνηγόσκυλο, να μην μπορεί να τον συναγωνιστεί στην αντοχή και στην ευκολία που ψάχνει και κινείται στα πετρώδη εδάφη.
Μπορεί να κυνηγά εξαιρετικά τόσο μόνος του, όσο κατά ζεύγη ή και σε αγέλη, αρκεί να έχει μάθει από μικρός στο ομαδικό κυνήγι. Προικισμένος με πολλές ικανότητες, σε συνδυασμό με το σκληρό του ταμπεραμέντο, τον κάνει έναν φοβερό και ικανό κυνηγό, για όλη την ημέρα, ανεξαρτήτως καιρού.
Δικαίως οι Έλληνες Κυνηγοί υπερηφανεύονται, λέγοντας ότι είναι ιχνηλάτης – διώκτης «παντός θηράματος, παντός καιρού, παντός βουνού».
Έχει έμφυτο και πολύ πρόωρα ανεπτυγμένο το πάθος για το κυνήγι, το οποίο εκδηλώνει πολύ νωρίς. Ένας άξιος Ελληνικός Ιχνηλάτης, που κληρονόμησε και καλλιέργησε τα προσόντα της φυλής του, καλά γυμνασμένος και προπονημένος, πρέπει να κατέχει και να βελτιώνει χρόνο με το χρόνο τρεις βασικές ιδιότητες:
α) Σωστή και γρήγορη ιχνηλασία,
β) έξυπνο και «βροντερό» ξεφώλιασμα.
γ) ατελείωτη δίωξη, εξοντωτική για το θήραμα.
Όταν αφεθεί ελεύθερος στον κυνηγότοπο, αρχίζει αμέσως κινούμενος γρήγορα την έρευνα νωπού ίχνους με την μύτη στο έδαφος, κάνοντας κύκλους, για να καλύπτει τον χώρο, καλύτερα και σίγουρα. Όταν βρει ίχνη, σταματά για λίγο να τα μελετήσει, για να αναγνωρίσει αν είναι νωπά (φρέσκα – πρωινά) ή παλαιότερα (της νύχτας).
Αν τα ίχνη είναι πρωινά, κουνάει έντονα την ουρά και βγάζει δυο τρεις χαρούμενες φωνές, (άλλοτε ναι, άλλοτε όχι) που δηλώνουν ότι ανακάλυψε φρέσκο ίχνος (ντόρο). Αμέσως μετά προσπαθεί με πάθος να ακολουθήσει αυτά τα ίχνη, χωρίς να τα χάσει, προσπαθώντας να φτάσει γρήγορα στο μέρος που έχει κρυφτεί ο λαγός. Όταν νοιώθει ότι είναι σίγουρος, ότι ακολουθεί σωστά τα ίχνη του λαγού, ξαναβάζει λίγες φωνές ή όχι, που πολλές φορές αλλάζουν, γίνονται χαρούμενες, κοφτές ή γκρινιάρικες, οπότε ο κυνηγός, αντιλαμβάνεται ότι πρέπει γρήγορα να βρεθεί στην κατάλληλη θέση. Άλλες φορές όταν το μέρος του επιτρέπει, ο άξιος σκύλος, αφού ξεχωρίσει τα ίχνη, τα ακολουθεί πολύ γρήγορα με την μύτη στο έδαφος, φθάνοντας στο σημείο που κρύβεται ο λαγός, με αποτέλεσμα το θήραμα να φεύγει, πριν προφτάσουν οι κυνηγοί να πιάσουν θέση. Η ταχύτητα της έρευνας πρέπει να συνοδεύεται με την καλή συνεργασία σκύλου και αφεντικού, σε συνδυασμό με την μεγάλη αντίληψη του ζώου.
Ο λαγός ιδιαίτερα, κάνει πάρα πολλά κόλπα όλη τη νύχτα και ειδικά το πρωί, για να καταλήξει στην κατάλληλη θέση, που θα κρυφτεί. Εδώ είναι που ο Ελληνικός Ιχνηλάτης, φανερώνει την μεγάλη του αξία, σταματά και μελετά τα ίχνη με πείσμα, συνεχίζοντας την ιχνηλασία με τη μύτη στο έδαφος προσεκτικά, κουνώντας έντονα και νευρικά την ουρά, προς αποφυγήν του λάθους. Όσο πιο έμπειρος είναι ο σκύλος, δεν γελιέται εύκολα από τα κόλπα του λαγού. Και χωρίς να καθυστερεί, ξεχωρίζει τα σωστά ίχνη ψάχνοντας σταθερά με σιγουριά, χρησιμοποιώντας το μυαλό και την εμπειρία του πλησιάζει το σημείο που κρύβεται ο λαγός.
Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι ορισμένα ζώα παρουσιάζουν διάφορα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, όταν πλησιάζουν τη θέση που κρύβεται ο λαγός. π.χ. Αλλαγή στην φωνή ή τρέμουλο στο σώμα, χωρίς φωνή ή σηκώνουν την τρίχα στη ράχη, ή ορθώνοντας την ουρά, και τεντώνοντας το κεφάλι μπροστά με όλες τις αισθήσεις τεντωμένες.
Επίσης πρέπει να αναφέρουμε ότι υπάρχουν Ελληνικοί Ιχνηλάτες που βάζουν περισσότερες φωνές κατά την διάρκεια της ιχνηλασίας και άλλοι οι οποίοι δεν βγάζουν φωνές, έως ότου ξεφωλιάσουν τo λαγό και μόνο στη δίωξη αρχίζουν να φωνάζουν ρυθμικά.
Στο ξεφώλιασμα του λαγού, γίνεται άγριος, ορμάει με μεγάλη επιθετικότητα και ταχύτητα, βγάζοντας δυνατές φωνές, σαν να πνίγεται. Στη συνέχεια τον διώκει καλπάζοντας με τις ώρες ώστε να τον αναγκάσει να επιστρέψει στο σημείο που έφυγε, αυτό γνωρίζουν οι κυνηγοί και τον περιμένουν με ένταση που θα ξαναγυρίσει για να μπλέξει τα ίχνη του, όπως χαρακτηριστικά λένε.
Τα στάδια, της έρευνας, της ιχνηλασίας, της φωνής ή όχι, του ξεφωλιάσματος και της δίωξης της Ελληνικού Ιχνηλάτη, χωρίζονται σε πέντε φάσεις. Ο χρόνος διαφέρει ανάλογα στο έδαφος (κάμπος ή βουνό, βραχώδη ή ομαλά εδάφη) την ηλικία του Ιχνηλάτη και την εμπειρία του. Ένας έμπειρος Ελληνικός Ιχνηλάτης μπορεί σε 15 λεπτά να ξεφωλιάσει ένα λαγό, μπορεί όμως και να χρειασθεί μία ώρα και πάνω, αν ο λαγός, έχει χρησιμοποιήσει όλα τα κόλπα που τον έμαθε η φύση του.
Οι πέντε φάσεις λοιπόν, είναι οι εξής:
α) ΠΡΩΤΗ ΦΑΣΗ: Ο Ιχνηλάτης, αφού αφεθεί ελεύθερος στον κυνηγότοπο, αρχίζει έξυπνα να κινείται κυκλικά με πάθος, γρήγορα με την μύτη στο έδαφος, και εφ’ όσον ανακαλύψει φρέσκα ίχνη, τα μελετά, άλλοτε βγάζοντας μια – δυο φωνές, άλλοτε όχι, κουνώντας έντονα την ουρά, αρχίζει την ιχνηλασία.
β) ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΑΣΗ: Κατά την οποία ο Ιχνηλάτης έχοντας ξεκαθαρίσει τα φρέσκα πρωινά ίχνη, αρχίζει να δείχνει πιο νευρικός και με περισσότερο πάθος, βγάζοντας μία – δυο φωνές ή όχι, να τα ακολουθεί με πολύ προσοχή και μελέτη, προσπαθώντας να ανακαλύψει την κατεύθυνση που έχει ακολουθήσει ο λαγός για να κρυφτεί.
γ) ΤΡΙΤΗ ΦΑΣΗ: Στο σημείο που μπορεί να βρεθεί ο σκύλος, όπου ο λαγός έχει κάνει τα γνωστά του κόλπα (λαβύρινθος). Εδώ χρειάζεται πείσμα, μεγάλη προσοχή και εμπειρία από το ζώο με την μύτη κολλημένη στο έδαφος για να ξαναβρεί το σωστό δρόμο που ακολουθεί για την κρυψώνα του λαγού.
δ) ΤΕΤΑΡΤΗ ΦΑΣΗ: Ο Ιχνηλάτης συνεχίζει την ιχνηλασία, αφού έχει σιγουρευτεί και χαρούμενα-κοφτά βάζει ή όχι δυο – τρεις φωνές και αρχίζει να παρουσιάζει μια γενική ανησυχία που δηλώνει ότι πλησιάζει στο θήραμα. Μπορεί να υπάρχουν διάφορες αντιδράσεις, ανάλογα με το ζώο, την εμπειρία του, την ιδιοσυγκρασία του, το έδαφος, όπως αναφέραμε πιο πάνω. Παρακολουθεί τα πάντα γύρω του. Τον παραμικρό θόρυβο, την κάθε κίνηση, έχοντας όλες του τις αισθήσεις σε ύψιστο βαθμό ετοιμότητας, φοβούμενος, μην ο λαγός του φύγει στα κρυφά (του «σούρει») και δεν τον αντιληφθεί, κάτι που πολλές φορές συμβαίνει.
ε) ΠΕΜΠTH ΦΑΣΗ: Βρισκόμαστε στην τελευταία φάση όπου ο Ελληνικός Ιχνηλάτης, ανάλογα την ηλικία του, την εμπειρία του, συμπεριφέρεται, ή προσπαθεί να πιάσει τον λαγό στην κρυψώνα του πονηρά, ή με δυνατές φωνές, άλλοτε λίγο περίεργες – τραβηγμένες, σαν να πνίγεται, ορμάει στον λαγό με πάθος.
Ακολουθεί η δίωξη, η οποία πρέπει να είναι σταθερή, με πολλές συνεχόμενες φωνές στην αρχή, μετά συνεχίζει με μελωδικές φωνές όσο τον νοιώθει κοντά του και αραιές αν έχει απομακρυνθεί ο λαγός εν πρέπει να τον αφήσει μέχρι να τον αναγκάσει να ξαναγυρίσει πάλι στο σημείο όπου έφυγε. Βέβαια, αv ο λαγός είναι πολύ έμπειρος φροντίζει να περάσει μέσα από άλλα ζώα ή να πατήσει στο νερό ή κάνοντας μεγάλα άλματα να ακολουθήσει δύσκολα και πετρώδη σημεία για να τον χάσει ο σκύλος. Στο σημείο αυτό, ο έμπειρoς ιχνηλάτης, πρέπει να ξεπεράσει τις δυσκολίες και να ξεσηκώσει ξανά τον λαγό, για να τον αναγκάσει να περάσει από τα καρτέρια. Για να έχουμε αυτό το θετικό αποτέλεσμα, χρειάζεται εντατική εκπαίδευση, απαιτείται χρόνος, άρτια συνεργασία και αγάπη κυνηγού και σκύλου.
Θα ήταν μεγάλη παράλειψη, αν δεν αναφέραμε ότι ο ιχνηλάτης αυτός επιστρέφει πάντα. Πολύ δύσκολα χάνεται, εκτός εάν του συμβεί κάτι. Από πολύ μικρή ηλικία, προσανατολίζεται πολύ καλά και αυτό τον βοηθά να επιστρέφει, σίγουρα στο μέρος που ξεκίνησε το πρωί έστω και αν περάσουν πολλές ώρες. Αυτό συμβαίνει σχεδόν πάντα διότι το ένστικτο προσανατολισμού αυτού του λαγόσκυλου, όπως και των άλλων σκύλων εν γένει, είναι καταπληκτικό. Υπήρξαν περιπτώσεις σκύλων που εγκαταλείφθηκαν από οδηγούς σε πολύ μεγάλες αποστάσεις από τον τόπο τους και όμως αυτά επέστρεφαν ύστερα από ημέρες ή εβδομάδες και μήνες ακόμη στο σπίτι τους.Τελειώνοντας πρέπει να αναφέρουμε ότι ο Ελληνικός ιχνηλάτης, κυνηγά όλα τα τριχωτά θηράματα, εφ’ όσον εκπαιδευθεί. Είναι όμως αρκετά έξυπνος, ώστε μεγαλώνοντας και με την εμπειρία, να κυνηγά μόνο το θήραμα που ενδιαφέρει το αφεντικό του και να του αρκεί ένα απλό «μπράβο» χωρίς πολλά περιττά χάδια.
Θεωρούμε τους εαυτούς μας τυχερούς που κυνηγάμε με τέτοιους άξιους σκύλους που όποιος έτυχε σε βουνό ή κάμπο να διώκουν δυο ή τρεις Ελληνικοί Ιχνηλάτες, θα μείνουν οι φωνές για πάντα στο μυαλό του, σαν αξέχαστες μελωδίες.
Ο Λαίλαπας, ο αρχαίος υπέρ-κυνηγός
Οι αρχαίοι Έλληνες αγαπούσαν το κυνήγι και μάλιστα το κυνήγι με σκύλους. Υπάρχουν αρκετές ιστορίες με κυνηγόσκυλα, αλλά αυτή που ξεχωρίζει είναι αυτή του Λαίλαπα, που πάντα έπιανε ότι κυνηγούσε.
Ο Λαίλαπας ήταν δημιούργημα του Ήφαιστου και ανήκε στον Δία. Αυτός τον χάρισε στην ερωμένη του Ευρώπη που με την σειρά της τον χάρισε στο βασιλιά της Κρήτης.
Κάποτε, πήγε στην Κρήτη η Προκρίδα, κόρη του βασιλιά Ερεχθέα της Αθήνας. Η Προκρίδα ήταν σύζυγος του Κέφαλου και το ζευγάρι αγαπούσε πάρα πολύ το κυνήγι. Ο Κέφαλος, κάποια στιγμή, έστησε μια παγίδα στην Προκρίδα για να δεί αν του ήταν πιστή, αλλά εκείνη ετοιμάστηκε να τον απατήσει και μόλις ανακαλύφθηκε από τον Κέφαλο έφυγε ντροπιασμένη για την Κρήρη όπου φιλοξενήθηκε από τον Μίνωα, που ήταν άτεκνος.
Τον θεράπευσε με ένα μαγικό βότανο, την “κιρκαία ρίζα” και ο Μίνωας της δώρισε ένα δόρυ που δεν λάθευε και με τον Λαίλαπα που έπιανε ότι κυνηγούσε.
Η Προκρίδα επέστρεψε στην Αθήνα και έστησε με την σειρά της μια παγίδα στον Κέφαλο. Μέσα από τις δολοπλοκίες και τις ίντριγκες, το ζευγάρι έλυσε τις παρεξηγήσεις του και η Προκρίδα δώρισε το ακόντιο και τον Λαίλαπα στον Κέφαλο. Από λάθος, ο Κέφαλος σκότωσε την σύζυγο του με το δόρυ και εξορίστηκε από την Αττική. Αυτό τον έφερε στην Θήβα και στον βασιλιά Αμφιτρύωνα που ήθελε να απαλλαγεί από μια αλεπού που κανείς δεν μπορούσε να σκοτώσει.
Ο Αμφιτρύωνας έβαλε τον Λαίλαπα να κυνηγήσει την αλεπού, αλλά δεν μπορούσε να την φτάσει. Την κυνηγούσε συνέχεια στα δάση του Τευμησσού, αλλά ποτέ δεν την έπιανε. Ο Δίας από οίκτο πέτρωσε και τα δύο ζώα.
Ο Κέρβερος, ο ατρόμητος φύλακας
Ο Κέρβερος ήταν το σκυλί του Άδη, του Θεού του κάτω κόσμου, που δεν επέτρεπε στις ψυχές των νεκρών να φύγουν, ούτε άφηνε τους θνητούς να περάσουν τις πύλες του κόσμου του θανάτου και να διαταράξουν την νεκρική γαλήνη.
Δεν ήταν όμως ένας απλό σκύλος φύλακας. Μπορεί να είχε την μορφή, μέχρι ένα σημείο και την αφοσίωση ενός σκύλου, ήταν όμως ένα φοβερό τέρας.
Κάποιες πηγές τον περιγράφουν σαν τσοπανόσκυλο που χαρωπά καλόπιανε τους νεκρούς ώστε να περάσουν τις πύλες του Άδη. Μετά όμως του κατασπάραζε αν προσπαθούσαν να φύγουν. Άλλοτε τον παρίσταναν με τρία κεφάλια και με φίδια για ουρά.
Σαν αδέρφια του Κέρβερου εικάζονται ο Όρθος, η Λερναία Ύδρα, η Χίμαιρα, η Σκύλλα και το Λιοντάρι της Νεμέας.
Ο ανίκητος Κέρβερος νικήθηκε μόνο μια φορά, από τον Ηρακλή που τον έφερε στον βασιλιά Ευρυσθέα σαν έναν από τους άθλους του. Η όψη του Κέρβερου όμως φόβισε τον βασιλιά που διέταξε τον Ηρακλή να τον πάει πίσω, στον Άδη.
Ο μύθος του Ακταίωνα
Η τραγική ιστορία του μεγάλου κυνηγού Ακταίωνα είχε εμπνεύσει τους ποιητές Φρύνιχο, Ισφώντα και Κλεοφώντα, που έγραψαν τραγωδίες με τίτλο «Ακταίων».
Είναι πολύ πιθανό να είχαν υποθέσει το μύθο του παλλικαριού αυτού και οι «Τοξοτίδες» του Αισχύλου. Ακόμη η τιμωρία του από την Αρτεμη είχε εμπνεύσει πολλούς Ελληνες και Ρωμαίους καλλιτέχνες.
Ο Ακταίων ήταν γιος της κόρης του Κάδμου, Αυτονόης και του Αρισταίου. Τον ανάθρεφε στη σπηλιά του ο Κένταυρος Χείρων, που τον δίδαξε την τέχνη του κυνηγού.
Ο Ακταίων είχε 50 λαγωνικά που αγαπούσε πολύ. Τους είχε δώσει και ονόματα:
Χάρων, Άρπνια, Παμφάγος, Τίγρης, Νεβροφόνος, Κόραξ κλπ.
Έγινε τόσο σπουδαίος κυνηγός, που συντρόφευε την ίδια την Άρτεμη, τη θεά του κυνηγιού, στις εξορμήσεις της.
Κάποια μέρα ο Ακταίων πήρε τα σκυλιά του σε μια πηγή του Κιθαιρώνα για να τα ποτίσει. Για κακή του τύχη εκεί λουζόταν η θεά και άθελά του ο νέος την είδε γυμνή.
Η θεά εξοργίστηκε και τον μεταμόρφωσε σε ελάφι. Αγρίεψε και τα σκυλιά του, που όρμησαν πάνω του και τον κατασπάραξαν. Όταν τα πιστά ζώα συνήλθαν, άρχισαν να αναζητούν τον αφέντη τους, ώσπου έφτασαν στη σπηλιά του Χείρωνα.
Εκείνος, βλέποντας τον πόνο τους, έφτιαξε ένα ομοίωμα του Ακταίωνα για να τον βλέπουν τα σκυλιά και να παρηγοριούνται.
Ο Ακταίων έγινε φάντασμα και τρομοκρατούσε τους κατοίκους της χώρας των Ορχομενίων. Μετά από συμβουλή του Μαντείου των Δελφών, οι Ορχομένιοι βρήκαν τα κόκαλα του παλικαριού και τα έθαψαν. Έφτιαξαν και μια εικόνα από χαλκό που έμοιαζε με το φάντασμα και την κάρφωσαν σ’ ένα βράχο μ’ένα σιδερένιο καρφί.
Υπάρχουν πληροφορίες ότι μέχρι τουλάχιστον το 2ο αιώνα μ.Χ., οι Ορχομένιοι, καθώς και κάτοικοι άλλων περιοχών πρόσφεραν ηρωικές τιμές στον Ακταίωνα.
ΑΡΡΙΑΝΟΣ
«Ου γαρ τοις επι τω αλώναι το θηρίον εξάγουσι τας κύνας αλλά ες αγώνα δρόμου και άμιλλαν οι γε τη αληθεία κυνηγετικοί. και αγαπώσι ει επιτύχοι ο λαγώς του διασώσαντος».
Είναι καταπληκτική η περιγραφή αυτή και αποτελεί την «καρδιά» όλου του «Κυνηγετικού» που έγραψε ο Αρριανός, δίνοντας μια άλλη διάσταση στο νόημα του κυνηγιού και στον κυνηγό.
«Οι πραγματικοί κυνηγοί βγάζουν τα σκυλιά στο κυνήγι όχι τόσο για να συλλάβουν το θήραμα, αλλά για να αντιπαρατεθούν μαζί του στο τρέξιμο και να χαρούν την καταδίωξη».
Μένουν πιο πολύ ικανοποιημένοι αν τελικά ο λαγός καταφέρει να ξεφύγει».-
ΖΗΝΩΝ ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ
Πηγή http://autochthonesellhnes.blogspot.gr/2016/01/blog-post_74.html