Το ζαρκάδι και η κυνηγετική του διαχείριση.


Το ζαρκάδι και η κυνηγετική του διαχείριση.

Το ζαρκάδι (Capreolus capreolus) είναι ελαφοειδές το οποίο απαντάται ευρέως στα δασικά οικοσυστήματα της Ηπειρωτικής Ευρώπης και της Μ. Βρετανίας (εικ. 1).
Παρουσιάζει βέβαια μικρότερη εξάπλωση στις Μεσογειακές χώρες. Στη χ
ώρα μας, αν και δεν έχουν γίνει συστηματικές απογραφές των πληθυσμών του, από την εμπειρία φαίνεται ότι τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει ιδιαίτερη αφθονία, η οποία προφανώς συνδέεται με την αναβάθμιση αλλά και την επέκταση των δασικών οικοσυστημάτων της ενδοχώρας και τον περιορισμό της λα-θροθήρας του.
   Το κυνήγι του απαγορεύεται από το δασικό κώδικα υπαγόμενο στα λεγόμενα «ευγενή θηράματα», αλλά με ειδική ρύθμιση που προβλέπεται από τον ίδιο πάντα νόμο κυνηγιέται μόνο στις ελεγχόμενες κυνηγετικές περιοχές.

 Στις άλλες χώρες της Ευρώπης, ουδεμιάς εξαιρουμένης, θηρεύεται κανονικά, συγκαταλεγό-μενο στον κατάλογο των θηρευσίμων ειδών και για τον λόγο αυτό έχουν αναπτυχθεί πολλές μέθοδοι κυνηγετικής του διαχείρισης. 
   Ενδεικτικά μπορούμε ν’ αναφέρουμε ότι σύμφωνα με στοιχεία της Κυνηγετικής Συνομο-σπονδίας της Γαλλίας, στη Δανία θηρεύονται κάθε χρόνο 23,8 ζαρκάδια ανά 1000 στρέμματα δα΄σους, στη Γερμανία 9,6, στη Μ. Βρετανία, το Λουξεμβούργο και το Βέλγιο 5, στην Ολ-λανδία 3,5, στη Γαλλία 2,4 και ακολουθούν η Σουηδία, η Αυστρία, η Ιταλία, η Φινλανδία και η Πορτογαλία με μικρότερες πυκνότητες.
   Επίσης οι Γάλλοι, μετά από έρευνες, έχουν αποδείξει ότι η αύξηση της δασοκάλυψης στη χώρα τους, που συντελέστηκε από το 1970 έως το 2000 (30 χρόνια), συνδέεται άμεσα με την αύξηση των πληθυσμών και των τριών μεγάλων θηραμάτων του δάσους: Ζαρκαδιού, αγριό-χοιρου και ελαφιού. Στη χώρα αυτή την κυνηγετική περίοδο 2005-06 θηρεύτηκαν 505.333 ζαρκάδια (ΟΝCFS – FNC) (εικ. 2).

karposi-zarkadiou-gallia


Στη χώρα μας από τον πρώτο νόμο περί θήρας του 1929, το κυνήγι του ζαρκαδιού απαγορεύ-εται. Για την αιτία της απαγόρευσης πολλά έχουν ειπωθεί, αλλά πιστεύω πως για να βρεθεί η αλήθεια χρειάζεται αρκετή έρευνα.
   Αποτέλεσμα αυτής της 70ετούς και πλέον απαγόρευσης είναι να δημιουργηθεί γύρω από το θέμα «Θήρα ζαρκαδιού», στα αρμόδια όργανα της πολιτείας που έχουν την ευθύνη της δια-χείρισης και της προστασίας των πληθυσμών του, στην ανίδεη κοινή γνώμη, αλλά και σε με-ρίδα ακόμη των κυνηγών, ένα «ταμπού» το οποίο ενισχύεται και από διάφορους μύθους, οι οποίοι ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα (δάκρυα, κλπ).
   Στον αντίποδα αυτής της κατάστασης, όλα αυτά τα χρόνια στους ανοιχτούς κυνηγότοπους το ευγενές αυτό θήραμα αποτελεί βορά των αρπάγων (λύκων, κ.ά.) και των λαθροθηρών, ενώ θα μπορούσε ίσως να αποτελεί αντικείμενο «ευγενούς κυνηγιού» κατ’ αντιστοιχία.
   Τα τελευταία χρόνια ακούγονται ολοένα και αυξανόμενοι διάφοροι ψίθυροι, ότι δήθεν θα επιτραπεί το κυνήγι του για ένα μήνα το χρόνο και άλλα πολλά…. Πως θα μπορούσε, όμως, να γίνει αυτό; Τι αποτελέσματα θα είχαμε αν έμπαινε στη ρυθμιστική ως ένα ακόμη θηρεύσιμο είδος με μια δική του κυνηγετική περίοδο; Η απάντησή μου είναι η εξής: Θα μπορούσε να επιτραπεί το κυνήγι του στους ανοιχτούς κυνηγότοπους με μία και μόνη προϋπόθεση: Ότι το κυνήγι του θα είναι το μέσο μιας καλοσχεδιασμένης και συνετής (κυνηγετικής) διαχείρισης των πληθυσμών του. Τι εννοούμε, όμως με τον όρο «κυνηγετική διαχείριση ενός θηραματικού είδους»;
   Κυνηγετική διαχείριση ή θηραματική διαχειριστική είναι η τεχνική που ασχολείται με το σχεδιασμό και την εφαρμογή διαφόρων ενεργειών και παρεμβάσεων (διαχειριστικών μέτρων) επί των θηραματικών πληθυσμών και του περιβάλλοντός τους, για την επίτευξη διαρκούς ετήσιας (αειφορικής) κυνηγετικής κάρπωσης, με αντικειμενικό σκοπό την κάλυψη κυρίως αναψυχικών αναγκών του ανθρώπου. Στην κυνηγετική διαχείριση για την επίτευξη της αειφορικής κυνηγετικής κάρπωσης εφαρμόζονται διαχειριστικά μέτρα τέτοια ώστε η ετήσια κυνηγετική κάρπωση να είναι αφενός μεν η μέγιστη δυνατή και αφετέρου σταθερή κατά το δυνατόν από έτος σε έτος και αυτά συνίστανται σε μέτρα προστασίας και διατήρησης του αναπαραγωγικού δυναμικού των θηραματικών πληθυσμών, σε μέτρα βελτίωσης ή διατήρησης των συνθηκών τόσο του φυσικού όσο και του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος που τους επηρεάζει, καθώς και σε κάθε άλλο μέτρο που ευνοεί την αρμονική συνύπαρξη ανθρώπων, θηραμάτων και περιβάλλοντος.
   Ειδικότερα στην περίπτωση του ζαρκαδιού, το αντικείμενο διαχείρισης είναι πάντα ένας πλη-θυσμός ζαρκαδιών ο οποίος διαβιεί σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική ενότητα, η οποία μπορεί να είναι ένα αγροδασόκτημα, ένα δάσος, ένας νομός, μια περιφέρεια ή μια ολόκληρη χώρα.
Πρώτα  πρώτα, λοιπόν, πρέπει να έχουμε έναν πληθυσμό που θα διαχειριστούμε και μια έκταση πάνω στην οποία κινείται ο πληθυσμός, αλλά και εμείς. Στη συνέχεια τίθεται ο διαχει-ριστικός σκοπός, ο οποίος απαντάει στο ερώτημα τι θέλουμε να κάνουμε αυτόν τον πληθυσμό; Θα τον αυξήσουμε; Θα τον σταθεροποιήσουμε ή θα τον μειώσουμε; Αφού λοιπόν, απο-φασίσουμε τι θέλουμε να κάνουμε τον πληθυσμό, θα καθορίσουμε τα διαχειριστικά μέτρα που θα εφαρμόσουμε, ώστε να πετύχουμε το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Για να καθορίσου-με όμως τα διαχειριστικά μέτρα πρέπει πρώτα να έχουμε υπόψη μας τα παρακάτω:
• Τις βιολογικές απαιτήσεις του είδους
• Τους πιθανούς περιοριστικούς παράγοντες (φυσικούς και ανθρωπογενείς)
• Το οικονομικό κόστος των ενεργειών και των παρεμβάσεων
   Αφού σταθμίσουμε, λοιπόν, τα παραπάνω και δούμε ότι μπορούμε ή καλύτερα μας συμφέρει να προχωρήσουμε στη λήψη μέτρων, αρχίζει ο σχεδιασμός τους κατά χώρο και χρόνο.
Στην κυνηγετική διαχείριση του ζαρκαδιού το «κλειδί» της υπόθεσης βρίσκεται στην ιδιαιτε-ρότητα της βιολογίας της αναπαραγωγής του, καθώς και της κοινωνικής του συμπεριφοράς. Είναι είδος μονογαμικό και έρχεται σε οίστρο από τα μέσα Ιουλίου έως τα μέσα Αυγούστου. Η ιδιαιτερότητα συνίσταται στο ότι τα θηλυκά, μετά το ζευγάρωμα, το γονιμοποιημένο ωάριο δεν εμφυτεύεται στα τοιχώματα της μήτρας και δεν αναπτύσσεται. Ετσι μέχρι το Δεκέμβρη με μέσα Γενάρη (4 μήνες), η κυοφορία βρίσκεται σε λανθάνουσα κατάσταση. Μετά το διάστημα αυτό το έμβρυο αναπτύσσεται κανονικά για άλλους 5 μήνες, για να γεννηθούν τα νεογνά τον μήνα Μάϊο. Αν υπάρχει έλλειψη αρσενικών και κάποια θηλυκά δεν γονιμοποιηθούν το καλοκαίρι, επανέρχονται σε οίστρο το μήνα Δεκέμβριο και αν τότε γονιμοποιηθούν, η κύηση συνεχίζεται πλέον κανονικά, χωρίς το «λανθάνον» διάστημα και διαρκεί 5 μήνες. Γεννά 1 -2 νεογνά, σπάνια 3.



   Όπως γίνεται αντιληπτό, για να έχουμε μεγάλο πληθυσμό πρέπει να έχουμε τη μέγιστη γεννη-τικότητα (σχέση: νεαρών / ενηλίκων θηλυκών). Για να έχει όμως ο πληθυσμός μιας διαχειρι-στικής μονάδας τη μέγιστη γεννητικότητα, δεδομένης της μονογαμίας, πρέπει ο αριθμός των ενήλικων αρσενικών να είναι ίσος με τον αριθμό των ενήλικων θηλυκών. Επίσης πρέπει να ικανοποιείται και μια ακόμη πολύ βασική προϋπόθεση που λέει ότι: ο πληθυσμός πρέπει να είναι τόσος σε σχέση με την έκταση (πληθυσμιακή πυκνότητα), ώστε η ετήσια παραγωγή δηλ. τα ζαρκαδάκια, όταν θα ενηλικιωθούν θα υπάρχει ζωτικός χώρος τόσος ώστε να μπορέσουν να επιβιώσουν καλύπτοντας τις βιολογικές τους απαιτήσεις. Όταν δεν ικανοποιείται αυτή η προϋπόθεση, ακόμη και αν η σχέση ενηλίκων αρσενικών / ενηλίκων θηλυκών είναι 1/1, παρατηρείται υπογεννητικότητα, διότι το ένστικτο των ζώων τα υπαγορεύει ότι οι απόγονοί τους δεν θα μπορέσουν να επιβιώσουν.
   Και εδώ βρίσκεται η πεμπτουσία της κυνηγετικής διαχείρισης του είδους. Τι πρέπει να κάνει το κυνήγι; Να ρυθμίζει την αναλογία των φύλων και την πληθυσμιακή πυκνότητα, ώστε ο πληθυσμός να παράγει πάντα τα μέγιστα πλεονάσματα.
Η πρότασή μας
   Με δεδομένα όλα αυτά που γράφτηκαν παραπάνω, θα καταθέσω την πρότασή μου για μια εφικτή κυνηγετική διαχείριση του ζαρκαδιού στη χώρα μας, χωρίς να υποστηρίζω ότι αυτή δεν επιδέχεται κριτική και περαιτέρω βελτιώσεις.
   Στη χώρα μας λοιπόν, η κυνηγετική διαχείριση του ζαρκαδιού μπορεί να γίνεται λαμβάνοντας ως διαχειριστική μονάδα τον πληθυσμό των ζαρκαδιών του νομού.
   Στο δεύτερο 15νθήμερο του Ιονίου, συνεργεία από δασικά όργανα και Ομοσπονδιακούς θηροφύλακες σαρώνουν δειγματοληπτικά και προσχεδιασμένα δασικούς δρόμους, υπό τον συντονισμό των στελεχών των Δασαρχείων και των επιστημονικών συνεργατών των κυνηγετικών οργανώσεων και καταγράφουν ίχνη ζαρκαδιού (εικ. 3 & 4), διακρίνοντας φύλο και ωρι-μότητα (νεαρά – ενήλικα), συμπληρώνοντας ειδικά απογραφικά έντυπα.
eksaplosi-zarkadiou 

         

   Τα στοιχεία συγκεντρώνονται σε επίπεδο νομού, τα επεξεργάζονται κατάλληλα ειδικοί και βγαίνει η υπεραριθμία ως προς το φύλο. Οπότε, αν για παράδειγμα είναι περισσότερα τα αρ-σενικά, την προσεχή κυνηγετική περίοδο θα επιτρέπεται μόνο το κυνήγι των αρσενικών και αντίθετα. Επίσης από τα στοιχεία αυτά εκτιμάται η αφθονία του πληθυσμού από έτος σε έτος (άτομα ανά km δασικού δρόμου), καθώς και από τη σχέση νεαρών / ενηλίκων, συμπεραίνεται η επιτυχία της αναπαραγωγής, δείκτης πολύ σημαντικός για τη δημογραφική τάση του πλη-θυσμού. Με βάση τα συμπεράσματα που εξάγονται από τα στοιχεία αυτά και με συνεργασία κυνηγετικών οργανώσεων και Δασικών υπηρεσιών, καταρτίζεται το ετήσιο κυνηγετικό πλάνο (ρυθμιστική) κατά νομό, το οποίο εν ολίγοις καθορίζει την κυνηγετική περίοδο που για τα αρσενικά μπορεί να είναι από 15 Σεπτεμβρίου έως 15 Οκτωβρίου και για τα θηλυκά από 15 Νοεμβρίου έως 15 Δεκεμβρίου, καθώς και τον προβλεπόμενο αριθμό ζαρκαδιών που θα θη-ρευτούν αυτή την κυνηγετική σαιζόν στο νομό.
Ο κυνηγός που επιθυμεί να κυνηγήσει ζαρκάδι στο νομό θα δηλώσει την επιθυμία του στο Δασαρχείο, θα πληρώσει το ειδικό τέλος και θα προμηθευτεί το ειδικό βραχιόλι (εικ. 5) που θα αναγράφει κωδικό αριθμό. Αν και εφόσον ο κυνηγός θηρεύσει το ζώο, περνά το βραχιόλι στον τένοντα του πίσω ποδιού του και το κλείνει με τρόπο που από κατασκευής δεν μπορεί ν’ ανοίξει παρά μόνο αν κοπεί με μαχαίρι. Σπάζει τις διάτρητες περιοχές, ώστε να καταγραφεί η ημερομηνία θήρευσης και φεύγει από τον κυνηγότοπο.
Αν οι κυνηγοί που επιθυμούν να κυνηγήσουν ζαρκάδι τη χρονιά αυτή στο νομό είναι περισ-σότεροι από τον προβλεπόμενο αριθμό των ζαρκαδιών που πρόκειται να θηρευτούν, τους κρατείται η σειρά για την επόμενη κυνηγετική περίοδο. Οι κυνηγοί που κυνήγησαν ζαρκάδι τη χρονιά αυτή και θήρευσαν κάποιο ζώο, υποχρεούνται σε εύλογο χρονικό διάστημα, μετά τη λήξη της κυνηγετικής περιόδου, να προσκομίσουν στο σύλλογό τους το χρησιμοποιημένο βραχιόλι, εκ του οποίου θα προκύψουν χρήσιμα στοιχεία. Οι κυνηγοί που δεν έτυχε να θη-ρεύσουν κάποιο ζώο, θα προσκομίσουν το βραχιόλι τη χρονιά που θα ξαναεπιθυμήσουν να κυνηγήσουν ζαρκάδι για να πάρουν την καινούργια άδεια. Δηλαδή το βραχιόλι, είτε χρησιμο-ποιημένο, είτε αχρησιμοποίητο, πρέπει να επιστραφεί για να ολοκληρωθεί η καταγραφή της κάρπωσης.   
brasele
   
   Εδώ να απαντήσουμε και σε μια εύλογη απορία που πολύ πιθανόν να δημιουργήθηκε στους αναγνώστες: Αν είναι υπεράριθμα τα θηλυκά και επιτρέπεται το κυνήγι μόνο αυτών, που θα ξέρει ο κυνηγός ποια απ’ αυτά εγκυμονούν έστω σε λανθάνουσα κατάσταση; Απάντηση: Θα θηρευτούν και εγκυμονούντα και μη ζώα. Τα μη εγκυμονούντα που θα απομείνουν θα ξανάρ-θουν σε οίστρο το Δεκέμβρη και θα ζευγαρώσουν με τα αρσενικά που «χήρεψαν» από τη θή-ρευση των εγκυμονούντων θηλυκών. Ετσι το Γενάρη, ο αριθμός αρσενικών / θηλυκών θα εί-ναι ο ίδιος.
   Η κατάσταση μ’ αυτό το σύστημα διαχείρισης είναι απόλυτα ελεγχόμενη όσον αφορά την κατάσταση των πληθυσμών, γιατί με την πληθώρα των στοιχείων που συλλέγονται, είτε από τις δειγματοληπτικές καταμετρήσεις είτε από το βραχιόλι, εξάγονται ασφαλή συμπεράσματα. Επίσης τα έξοδα των κυνηγετικών οργανώσεων αλλά και της πολιτείας, που αφορούν τόσο στη διοίκηση όσο και στις φιλοθηραματικές ενέργειες (αστυνόμευση, βελτίωση ενδιαιτημά-των, αποζημιώσεις ζημιών), είναι εύκολο να κοστολογηθούν και να υπολογιστεί ανάλογα το ειδικό τέλος.




   Όμως για να λειτουργήσει το σύστημα αυτό υπάρχουν δύο αναγκαίες προϋποθέσεις:

1. Εκδοση από τον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Υπουρ. Απόφασης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 258 §1.δ. του ΝΔ 86/69, η οποία θα καθορίζει όλα αυτά που περιέγραψα παραπάνω και θα μεταβιβάζει την αρμοδιότητα έκδοσης της ετήσιας ρυθμιστικής απόφασης στους κατά τόπους Γενικούς Γραμματείς των Περιφερειών, οι οποίοι θα ενεργούν για κάθε νομό ξεχωριστά, σύμφωνα με τις τεκμηριωμένες εισηγή-σεις των δασικών υπηρεσιών και των κυνηγετικών οργανώσεων.

2. Εκπαίδευση, στο εξωτερικό εν ανάγκη, των στελεχών των δασικών υπηρεσιών και των κυνηγετικών οργανώσεων σχετικά με την κυνηγετική διαχείριση του είδους.
   Τώρα θα πρέπει να σταθούμε λίγο στα της κυνηγεσίας του ζαρκαδιού. Είναι γνωστό σε όλους τους κυνηγούς που έχουν έρθει σ’ επαφή μ’ αυτό το θήραμα, ότι η θήρευσή του, όταν διώκεται από ιχνηλάτες και με λειόκαννο τυφέκιο με σφαιρίδια (δράμια), δεν είναι δα και τόσο «α-θλητική» πράξη. Από την άλλη, ο θεσμός του βραχιολιού που θα προμηθεύεται ο κυνηγός ατομικά και η επιλεκτικότητα (διαχωρισμός φύλου) μάλλον θα αποθαρρύνει σιγά σιγά τους κυνηγούς να το κυνηγούν ομαδικά και με παγάνα με σκύλους ιχνηλάτες. Εκ των πραγμάτων λοιπόν οι κυνηγοί του ζαρκαδιού θα αρχίσουν σταδιακά να εξατομικεύονται και να κυνηγούν με τη μέθοδο της «προσέγγισης» ή του καρτεριού, το χάραμα ή το σούρουπο. Οπότε μοιραία θα τεθεί και το θέμα της βολής ακριβείας. Να λοιπόν που χωρίς να το θέλουμε φτάσαμε πάλι στα ραβδωτά τυφέκια. Μέχρι όμως να ασχοληθούμε με το θέμα λίγο πιο σοβαρά, το μονόβο-λο Cal. 36 (.410) μέχρι τα 50 μέτρα και το Cal. 20 μέχρι τα 100 είναι τα πλέον κατάλληλα.


Του Θεοφάνη Καραμπατζάκη, Δασολόγου & Διπλ. Μηχανολόγου Μηχανικού,
Πηγή : Κυνηγετικός σύλλογος Δράμας